κροῦμα

κροῦμα
κροῦμα, ατος, το, ([etym.] κρούω)
A beat, stroke, Ar.Ec.257 (sens. obsc.):— also [full] κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb.121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199.
2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note,

κρούεται τὰ κρούματα . . , τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18

, cf. Ar.Th.120 (lyr.), Pl.R.333b, Min.317d, etc.;

τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.

; also of wind instruments,

κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c

, cf. Poll.4.83, 7.88;

σαλπιστικὰ κ. Id.4.84

;

τοιαῦτα . . νιγλαρεύων κ. Eup.110

;

αὐλεῖ . . σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50

; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.);

ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d

:—also [full] κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… …   Dictionary of Greek

  • κροῦμα — beat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούμαθ' — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl κρού̱ματι , κροῦμα beat neut dat sg κρού̱ματε , κροῦμα beat neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουμάτιον — κρουμάτιον, τὸ (Α) [κρούμα] μουσικό μοτίβο …   Dictionary of Greek

  • κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • κρουματογραφία — κρουματογραφία, ἡ (Μ) η εκτέλεση μουσικού κομματιού σε κρουστό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα «νότα» + γραφία (< γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • κρουματοποιός — κρουματοποιός, ὁ (Α) μουσικός ή μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… …   Dictionary of Greek

  • τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… …   Dictionary of Greek

  • ՏՐՈՀ — (ի, ից.) NBH 2 0898 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բաժանումն. որոշումն. մանաւանդ ʼի նուագս եւ ʼի նուագարանս. որպէս յն. κρούμα pulsus եւ modi musici, sonus *Ո՞վ է տրոհիցն առ երգս բարի բաշխօղն, զարժանիսն բաշխելով. եւ որո՞յ են (այն) օրէնք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κρουμάτων — κροῡμάτων , κροῦμα beat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”